Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

Εγωτικές μηχανές

 


 

 

Θωρακισμένα εγώ

Ζευγμένα   στη δουλεία

Για μια αέναη ασχολία

Κι η σχόλη σε λιλιπούτειες δώσεις

Για να μην ξέρουμε τι στο καλό να την κάνουμε.

Εργασία.

Έκπτωτοι του παραδείσου

Έρωτας

Το αντίδοτο που μισούν οι εξουσιαστές.

Αναρχία

Χάος

Μπερδεμένα μυαλά

Ανίκανοι να αγαπηθούμε

Τριγυρνάμε αέναα σε προστατευτικά κουβούκλια

Μέχρι να σαπίσει η ψυχή μας

Και το κορμί μας μια άχρηστη μάζα

Που σκοράρει αφοδεύοντας

Το τίποτα της μηχανοποιημένης

Προσομοιωτικής ψευδαίσθησης

Που είναι η «ζωή»  μας.

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

Ηλεκτρο-λύπες

 

  

 

Διαδικτυακές τσούλες μού στέλνουν αιτήματα φιλίας. Κάποιες άλλες απλά βλέπουν την ιστορία μου ασχολίαστα. Ενίοτε εκδηλώνουν την ευαρέσκειά τους στις αναρτήσεις μου. Μα ποτέ δεν στέλνουν μηνύματα— αρνούνται να με ανακατατάξουν στο ανθρώπινο είδος. Είμαι μια μηχανή που παράγει σκέψη και φωτογραφίες— ενίοτε χαριτωμένες. Ο χρόνος χαράς λιγοστεύει επικίνδυνα. Κάποιο κουμπί θα πατάω εν αγνοία μου κι από συναισθήματα ερωτικά εισπράττω πλήρη άρνηση κι ακύρωση. Ακόμα και σε στιγμές άσχετες— μα προπαντός σε στιγμές κορύφωσης. Μάλλον όταν ανάβουν τα κόκκινα— εκεί καίγονται τα θηλυκά ηλεκτρόνια —χρειάζονται βλέπεις ψυχρό περιβάλλον για να διατηρηθούν.

 Εξεγείρομαι κι απομένω με το έξυπνο τηλέφωνό μου βουβό. Έτσι κι αλλιώς, η ζωή επιτρέπει μόνο την αφή στην οθόνη. Η επαφή των σωμάτων μάς τελείωσε. Δε βγαίνει πια στην Αγορά.  Μονάχα πόρνες σε οθόνες να αυνανίζονται για μας.

 Σε ξεπεράσαμε πρωτόγονε άνθρωπε. Δεν έχουμε ανάγκη την επαφή— μονάχα τη φαντασιακή της εκδοχή.

 Το Ψεύτικο είναι πιο αληθινό. Δεν πονάει τον ψεύτη, δεν του βγάζει τη μάσκα.

 Προς θεού! Φόρα τη μάσκα— Η Αγάπη είναι μικρόβιο!

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Αθλιοτήτων

 


 

 

 

Γεροντοκόρες σαπίζουνε στα πατρικά τους σπίτια

Σαραντάχρονα παιδοβούβαλα αυνανίζονται στα παιδικά τους δωμάτια

Γριές μαμάδες σε ρόλο νταντάς

Μπαμπάδες ερωτευμένοι με την τριαντάρα ανύπαντρη κόρη

Μαλακίζονται συχνά, καμαρώνοντας στο βάθος πως τους προτίμησε

Γαμπροί αδιέξοδοι μαραζώνουν σε ατέρμονες προσμονές

Κι ηλεκτρονικές τσούλες να παρέχουν λυσσασμένα ανακούφιση.

Δεν ντρέπονται να δείξουν το μουνί τους στην κάμερα

Αρκεί να μην τις αγγίξει κανείς.

Τι διάολο;

Πρέπει να είσαστε προσεκτικές.

Τόσες αρρώστιες κυκλοφορούν εκεί έξω

Κι ο έρωτας η μεγαλύτερη απ’ όλες

Τσουλίτσες με την καθωσπρέπει ηλεκτρονική σας εικόνα.

Τα δάχτυλα κι οι δονητές, η καλύτερη λύση.

Μόνο κλειδώστε καλά την πόρτα

Η αιμομιξία άπαξ και στη χτυπήσει,

Δύσκολα τής γλιτώνεις.

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Οι αρνητές της ζωής

 

Στα λιβάδια του θανάτου, σκυμμένες νεκροζώντανες προχωρούν

Βροχή μαύρη τ’ ουρανού, ραγισμένες πλάτες

π’ αρνήθηκαν το Φως

Υπερήφανα τίποτα ντυμένα γυναίκεια φιλαρέσκεια

Αναμασούν δηλώσεις υποτέλειας

Αυνανίζονται σκεπτόμενες τον εαυτό τους

Προχωρούν κόντρα στο μοίρασμα

Κόντρα στην αγάπη

Κόντρα στη ζωή.

Τσαλαπατούν καρδιές

Αγέρωχες σκρόφες

Συντρόφισσες του φασισμού

Σπιλώνουν  κατάφατσα τον ήλιο

Φτύνοντας το γλοιώδες πύαρ της ψυχής τους

Πάνω στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Ξερίζωσε τον Νάρκισσο,

Ο θάνατος είναι ό,τι του αξίζει.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Οι θαλασσόλυκοι της αμμουδιάς.




Ο Μέλιος, είχε πάθος με τη θάλασσα. Από παιδί είχε όνειρο να γίνει καπετάνιος. Μα την φοβόταν κιόλας. Κι έτσι, όταν μεγάλωσε, βρήκε μια συμβιβαστική λύση. Έγινε ιδιοκτήτης, ενός κέντρου θαλάσσιων σπορ. Έκτισε την παράγκα του δίπλα από ένα γνωστό ξενοδοχείο της πόλης μας, προστατευμένο κιόλας από τον θεό Ποσειδώνα, και εγκαταστάθηκε θα έλεγε κανείς εκεί. Κάθε πρωί για 8 μήνες το χρόνο, από τον Μάρτιο μέχρι τον Νοέμβριο, φορούσε το μαύρο του μαγιό-σλιπάκι, που άφηνε να φαίνεται γυμνό όλο σχεδόν το ηλιοκαμένο, δασύτριχο σώμα του, και έπιανε δουλειά. Έβγαζε τα καλύμματα από τα τζετ-σκι, έβαζε τα γαλάζια μαξιλαράκια πάνω στα πλαστικά άσπρα κρεβατάκια της παραλίας, άνοιγε και στερέωνε καλά τις ομπρέλες, έπλενε με το λάστιχο τα κανό καγιάκ ,και περίμενε την άφιξη των πρωινών παραθεριστών. Με τα χρόνια, από απλό παιδί των θελημάτων της παραλίας, μετεξελίχτηκε σε μικροεπιχειρηματία του στυλ αραχτός και λάιτ, με τους φραπέδες του, τα τσιγαράκια του, το τάβλι με τους γερόλυκους φίλους του κάτω από την τέντα που τους προστάτευε από τον ήλιο. Έτρωγε τα φρούτα του καθισμένος στον ξύλινο εκδρομικό πάγκο πάνω στην άμμο, και έτρωγε ταυτόχρονα με το μάτι τις τουρίστριες. Πιο πέρα, σε ένα παρκάκι, πάνω ακριβώς από την παραλία, έβλεπες να κάθονται διάφοροι συνταξιούχοι και μη, με τα μαγιό, η λεγόμενη παρέα των φιλοσόφων της παραλίας. Όποτε περνούσες από κει, τους άκουγες να μιλάνε για πολιτική, ιδεολογίες, διάφορες μεταφυσικές ανησυχίες, μα και πλούσια ήταν η συζήτηση τους  σε συνομωσιολογίες. 
 Πλαδαροί, παστωμένοι απ’ τον ήλιο, αξύριστοι και με μάτια κόκκινα, ίσως απ’ την αϋπνία, ίσως απ’ τη μαστούρα, φλιαρούσαν με πάθος οι φιλόσοφοι της παραλίας, ενώ λίγα μέτρα πιο κάτω οι τουρίστες λιάζονταν, κι οι ρωσίδες έκαναν ηλιοθεραπεία ημίγυμνες.  Όμως, ο Μέλιος ήταν σταθερός στη δουλειά του, κι όλο και κέρδιζε και περισσότερα χρήματα. Μα τι να τα κάνει ο φτωχός; Γυναίκα δεν είχε. Έμενε σε ένα λιτό διαμέρισμα στην τουριστική περιοχή για να είναι κοντά στη δουλειά του, και από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Μάρτιο που ξανάπιανε δουλειά, τον έπιανε η κατάθλιψη, γιατί δεν ήξερε πώς στο καλό να σκοτώσει το χρόνο του.  Πήγαινε συχνά στο λιμάνι, έκανε τον παράγοντα στους ψαράδες και συζητούσε με τους λιμενικούς για τα προβλήματα και τις διάφορες διατάξεις των φορτοεκφορτώσεων. Οι γερόλυκοι οι φίλοι του, μαζεύονταν σε έναν καφενέ σε μικρή απόσταση από το λιμάνι και τα έτσουζαν, αφηγούμενοι ιστορίες για αγρίους, κι ακούγοντας ξέμπαρκους ναυτικούς να τους λένε για τη ζωή στα πλοία. Κάθε βράδυ στον ύπνο του, ονειρευόταν τον εαυτό του καπετάνιο, και χαμογελούσε γλυκά από ευχαρίστηση πάνω απ’ το μαξιλάρι.
 Πολλές φορές, έπαιρνε το τζετ σκι και πήγαινε ως μέσα βαθειά. Περνούσε τους κυματοθραύστες κι έφτανε μέχρι τα αγκυροβολημένα πλοία, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα καταστρώματα, μήπως κι αντικρύσει το πλήρωμα. Όσες φορές πετύχαινε κάποιον απ’ το πλήρωμα, χαιρετούσε στρατιωτικά, κρατώντας με το ένα χέρι την θαλάσσια μοτοσικλέτα, και φουσκώνοντας γεμάτος καμάρι και περηφάνια τα στήθια, γύριζε επιδειχτικά με μια εξαίσια μανούβρα το τζετ σκι, κάνοντας το να αδειάζει νερό σαν φάλαινα από το πίσω του μέρος και έφτανε θριαμβευτής στην άμμο, δίπλα στα κρεβατάκια με τους τουρίστες. Ήταν το δικό του μυστικό.
 Κι έτσι περνούσε η μίζερη ζωή του, ως που μια μέρα…  Ως που μια μέρα, ο σύλλογος ιδιοκτητών θαλάσσιων σπορ, αποφάσισε να διοργανώσει αγώνες προς τιμήν ενός βετεράνου θαλασσόλυκου της αμμουδιάς, ονόματι Τάσου, ο οποίος ήταν 87 ετών και το πετσί του είχε παστώσει κυριολεκτικά από τα χρόνια έκθεσης στον ήλιο και στην αλμύρα. Ο γέρος, ήταν ντυμένος στα κατάλευκα αθλητικά του ρούχα εκείνη τη μέρα με το σήμα του δράκου στην λευκή φανέλα με γιακά και το κοντό αθλητικό του σορτς, το οποίο ενωνόταν σχεδόν με τις μάλλινες άσπρες του κάλτσες που έφταναν σχεδόν μέχρι τα γερασμένα του γόνατα. Καθόταν σε μια εξέδρα πιο ψηλά απ’ όλους σαν επίτιμος καλεσμένος.
 Ο Μέλιος, προετοιμαζόταν για μήνες για κείνη την μέρα. Ήθελε να βγει πρώτος και καλύτερος. Γυάλισε λοιπόν το καλύτερο του τζετ σκι, το επισκεύασε, του άλλαξε τα λάδια, το γέμισε με την καλύτερης ποιότητας βενζίνα, και ήταν πανέτοιμος ψυχολογικά και σωματικά. Φορούσε όπως πάντα το μαύρο του σα σώβρακο μαγιό και οι πυκνές τρίχες του στήθους του γυάλιζαν στον ήλιο.
 Νικητής του αγώνα, θα ήταν αυτός που θα παράβγαινε πρώτος, κάνοντας τον γύρω του μεγάλου εμπορικού πλοίου που βρισκόταν αραγμένο έξω από το λιμάνι της Λεμεσού και θα περνούσε εν ήδη κορδέλας τους κυματοθραύστες πριν απ’ τους άλλους.  Η συμμετοχή ήταν αθρόα και περιλάμβανε όλους τους γυμνασμένους τύπους από 40 και πάνω που υπήρξαν πρώην ναυαγοσώστες και νυν ιδιοκτήτες ειδών θαλάσσιων σπορ, με τα γυμνασμένα τους κορμιά να λάμπουν κάτω από τον καυτό ήλιο του Αυγούστου. Ο Μέλιος, τους χαιρέτισε όλους φιλικά πριν το αγώνα, μιας και ήταν όλοι γνωστοί του. Από την ακτογραμμή που ξεκινάει από τον Εναέριο, μέχρι την Παρεκκλησιά, καθώς και από τις παραλίες της Αγιά Νάπας και της Λάρνακας καθώς και ένας μερακλής από την Πάφο, όλοι οι θαλασσόλυκοι ήταν εκεί, μαζεμένοι έξω από τον ναυτικό όμιλο Λεμεσού, από την πλευρά της αμμουδιάς.
Το σήμα για την έναρξη έδωσε ο γέρο Τάσος, με την εκπυρσοκρότηση ενός αθλητικού πιστολιού. Οι θαλασσόλυκοι πήραν θέσεις πάνω στα τζετ σκι, και με το άκουσμα του πιστολιού, γκάζωσαν τις μηχανές και πήραν μπρος. Πίδακες νερού ξεπηδούσαν στον αέρα καθώς οι συριστικοί ήχοι των τζετ σκι γέμιζαν την ατμόσφαιρα.  Ο Μέλιος έβαζε όλη του την πείρα και την επιδεξιότητα, κι η γεύση από το κρεμμύδι που είχε φάει μέσα στην πίτα με τα σουβλάκια, αναδυόταν από το στομάχι του στο στόμα. Με τον ιδρώτα να στάζει στο μέτωπο, μάρσαρε και μανούβραρε όσο καλύτερα μπορούσε την θαλάσσια μοτοσικλέτα του.  Είχε αυτοσυγκεντρωθεί στον υπέρτατο βαθμό. Όλη η πείρα και η θέληση της ζωής του, διοχετεύτηκαν σ’ αυτό τον αγώνα. Τον αγώνα υπέρ πάντων… Με το πρόσωπο  και το μαγιό- σώβρακο λουσμένο στον ιδρώτα, προχωρούσε ακάθεκτος για τη νίκη. Έκανε θριαμβευτικά πρώτος το γύρο από το πλοίο και προπορευόταν στην επιστροφή. Φωνές και ζητωκραυγές ακούγονταν από την αμμουδιά. Οι λουόμενοι είχανε μετατραπεί ξάφνου σε θεατές και οπαδούς. Οι υπόλοιποι ανταγωνιστές, αθλητές, ως δια μαγείας, δεν μπόρεσαν να τον φτάσουν, κάποιοι έβριζαν από μέσα τους και τον κατηγορούσαν για μετατροπή στη μηχανή. Αλλά ο Μέλιος, είχε κιόλας περάσει τους κυματοθραύστες, κι ό,τι κι αν έλεγαν, όση χωλή και να έβγαζαν, η νίκη ήταν δική του. 
 Έφτασε στην ακτή, έσβησε τη μοτοσικλέτα όπως όπως και κατασυγκινημένος, έσκυψε και φίλησε την άμμο. Κατόπιν, είδε τον γέρο Τάσο, τον πρεσβύτερο των θαλασσόλυκων, να σηκώνεται απ’ το θρόνο του και να τον προφτάνει όπως ήτανε γονατιστός για να τον στεφανώσει με το χρυσό μετάλλιο της νίκης. Σήκω γιέ μου, του είπε. Από δω και μπρος, εσύ είσαι ο αρχηγός μας, είπε συγκινημένος ο γέρο θαλασσόλυκος. Κι από κείνη τη μέρα τα πάντα άλλαξαν για τον φίλο μας. Οι δουλειές πήγαιναν καλύτερα, είχε κρεμάσει το μετάλλιο στο σπίτι και την τιμητική πλακέτα που του έδωσαν, την έβαλε στο μαγαζί για να την βλέπουν οι τουρίστες και να κορδώνεται, να καμαρώνει. Από κείνη την μέρα, σα να ψήλωσε λιγάκι παρά τα 45 του χρόνια, κι έτσι, έζησαν οι θαλασσόλυκοι της αμμουδιάς καλά, κι ο Μέλιος, ο αρχηγός τους, καλύτερα!



Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Λάγνα φάλαινα





Της τον είχα χώσει κατάσαρκα. Το κήτος σάλεψε. Ο γυναικείος Λεβιάθαν με κοίταζε με εκείνο το ευτυχισμένο, απρόσμενο, λάγνο χαμόγελο που απλωνόταν πάνω στο παχουλό πρόσωπο και γίνονταν ένα με τη λιπαρή επιδερμίδα του θαλάσσιου τέρατος. Το ωκεάνιο, βρόμικο κρεβάτι, με την τριμμένη κουβέρτα σπάραζε και βογκούσε. Κάθε του αρμός δοκιμαζόταν στα άκρα. Ο ιδρώτας έλουζε το κορμί μου, κι ο ήρωας θριάμβευε μέσα μου.
 Ξάφνου, η άσπρη φάλαινα, με ρώτησε ξεφυσώντας ταυτόχρονα υγρά απ’ τον μουσκεμένο της φυσητήρα.
-          Τι μου κάνεις μωρό μου, τι μου κάνεις;
-          Αϊ σιχτίρ, χάρη σου κάνω, σκέφτηκα, αλλά δεν το πα. Και βουβός που έμεινα, τζίφος.
Λίγο ακόμα και θα έχυνα, να τελειώσει το μαρτύριο και η χάρη. Να κερδίσω κι εγώ κάτι μέσα σ’ αυτή την ολέθρια ήττα. Μα εκείνη, όχι, εκεί, να ρωτάει, «τι μου κάνεις μωρό μου;», και νάτος, ο μόμπι ντικ μου, να γίνεται κουρέλι.
Ωχ, δεν τελειώνει αυτή η νύχτα θεέ μου.

Γύρω στα 125 κιλά. Είχε συμπαθητικό χαρακτήρα, αν και λίγο άτονη ομιλία, αργή, που  στην πρώτη εντύπωση την έπαιρνες για ηλίθια. Μα δεν ήταν. Ίσως η ευστροφία της να περιοριζόταν στα απαραίτητα. Αναπνοή, τροφή, σεξουαλική ικανοποίηση. Αν και γι’ αυτό  το τελευταίο έχω τις αμφιβολίες μου. Μαλλιά λιτά, λεπτά, αραιά, πρόωρη γυναικεία φαλάκρα. Πρόσωπο συμπαθητικά βοϊδίσιο. Μα με ήθελε πολύ, κι εγώ δεν μπορούσα να αντισταθώ στην επιθυμία μου. Στην αρρωστημένη μου ικανοποίηση να την κάνω δική μου. Να της δοθώ έστω για μια φορά. Και γαμώτο, σιχαίνομαι τον εαυτό μου, μα δεν ένιωσα καμιά αηδία. Το φχαριστήθηκα ίσως. Αν και το πουλί μου, είχε αντίθετη γνώμη και δεν συμβάδιζε τόσο με τη γενικότερη ψυχολογία μου.
Το ύψος της δεν ήταν καθόλου άσχημο. Ένα κι εβδομήντα, κι είχε ένα χέρι θεέ μου… Το μπράτσο της ισοφάριζε την κνήμη μου. Της έπιασα το χεράκι και διαβήκαμε τη διάβαση. Την κέρασα με τα πολλά ένα μοχίτο, κι έτσι η απέχθεια μου – μπα δεν ήταν απέχθεια-. Με τα πολλά την έψησα. Ήταν ντροπαλή κι ονειροπόλα. Λίγο χυδαία, ίσως λίγο περισσότερο. Ίσα ίσα για να ισοφαρίσει τα προσόντα που της έλειπαν.
Αλλά τι διάολο; Τόσες ώρες στα τηλέφωνα, τόσα μηνύματα στο κινητό, τόσα ξεροκαυλιάσματα για το τίποτα;  Έπρεπε να πάρω ότι μου δινόταν και το πήρα. Ξόδεψα τις τελευταίες μου δεκάρες για ξενοδοχείο, ποτά και τα ρέστα. Και ναι, την έκανα δική μου. Ο ήρωας θριάμβευσε και πάλι μέσα μου.
 Όταν έφτασα σπίτι μύριζα πατόκορφα μια περίεργη μυρωδιά πλαστικού, ανακατεμένου με λιπαρά απόβλητα. Τι στο καλό; Ή ώρα ήταν τρεις το πρωί και τα μάτια μου βαρούσαν. Έβγαλα τα ρούχα και μπήκα στο κρεβάτι ανακουφισμένος. Όταν ξύπνησα ήταν πια μεσημέρι, έτρεξα στο μπάνιο ξαλαφρωμένος κι έτοιμος να αντικρίσω την ελευθερία. Α ρε Ιωνά, τώρα καταλαβαίνω το μαρτύριο σου!
Α, και κάτι τελευταίο: Προσοχή! Αυτές οι απολαύσεις είναι για λίγους.




Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Έρωτας στον Άδη







Το φάντασμα της γυναίκας, μπήκε αργά μες το δωμάτιο. Μόλις είχα αρχίσει να ανοίγω τα μάτια μου για τον νυχτερινό περίπατο στην αυλή και στη χλομή λίμνη· κάτω απ’ τις πανύψηλες γριές λεύκες. Την είχα πνίξει στο πηγάδι πριν αρκετά χρόνια. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσα. Βλέπετε, η αιωνιότητα είναι βαρύ πράγμα, και για κάτι τέτοια γεγονότα, δεν σημειώνω ποτέ ημερομηνίες και χρονολογίες στο ημερολόγιο μου. Είναι απλά ανώφελο.
 Φοράει πάντα ένα κατάλευκο φουστάνι. Καλοκαιρινό. Είναι ψηλή με μαλλιά λιτά, ίσια, λεπτά, που οι άκρες τους αγγίζουν ανεπαίσθητα τους υπέροχους της ώμους. Με πλησιάζει με βλέμμα σκοτεινό. Νιώθω πως τα μάτια της κρύβουν ένα αδιαπέραστο κάρβουνο. Μα δεν γινόταν αλλιώς. Την αγαπούσα τόσο, που αν δεν την σκότωνα, θα ήμουνα ανάξιος του έρωτα της. Ναι, εκείνη τη μέρα στο πηγάδι, την έκανα πραγματικά δική μου. Όσο ένιωθα το κορμί της να συνταράζεται απ’ τους σπασμούς, όσο κρατούσα σθεναρά το κεφάλι της μέσα στο νερό, ενώ το φεγγάρι ολόγιομο έλουζε υπέροχα τους σταρένιους της ώμους, όσο το ελαφρύ αεράκι ανέμιζε το όμορφο της φόρεμα, στιγμή προς στιγμή, δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο, γινόταν όλο και πιο δική μου. Μέχρι τη στιγμή που άφησε την τελευταία της πνοή. Μέχρι που το οξυγόνο στους πνεύμονες της στέρεψε, κι εγώ είχα πια περάσει στην αιωνιότητα μαζί της. Ο έρωτας μας πέρασε στην αθανασία.
 Δεν θα την άφηνα ποτέ να φύγει από κοντά μου. Το ίδιο ήθελε κι αυτή. Το έβλεπα στα μάτια της. Το άκουγα στους παλμούς της καρδιάς της. Το ένιωθα στα υγρά όλο πόθο χείλη της. Κι όταν πια για την τελευταία θυσία με δοκίμαζε, απειλώντας, με ήρεμο τρόπο πως θα μ’ αφήσει για άλλον, ήξερα πως η μεγάλη στιγμή έφτασε.
 Αλλά θαρρώ πως παρέκκλινα πολύ απ’ τη διήγηση μου. Συνεχίζω λοιπόν. Την βλέπω να έρχεται με σκυμμένο το κεφάλι και σκοτεινό πρόσωπο. Φτάνει στο κρεβάτι και σκύβει απάνω στο λαιμό μου. Είναι η ώρα για το καθημερινό της βάλσαμο. Με κρατάει απ’ το χέρι και βγαίνουμε απ’ το σαρακοφαγωμένο δωμάτιο, καθώς το αίμα κυλάει άφθονο ακόμα απ’ την αορτή μου.
-          Για κοίτα αγάπη μου τι όμορφα που είναι απόψε... Πως λούζει το φεγγάρι τ’ όμορφο πρόσωπο σου...
-Ναι... Είναι υπέροχα, φίλησε με...
Το αίμα μου της δίνει τη δύναμη να μιλάει. Την τρέφω κάθε νύχτα με τις σάρκες μου, σ’ αυτό το παντοτινό σκοτάδι που ζούμε. Τι καλά που στον κόσμο μας δεν υπάρχει μέρα. Θα μου ήταν ανυπόφορο το φως του ήλιου. Η νύχτα ξέρει να ξεδιπλώνει τα αισθήματα, ξέρει να κάνει τις καρδιές να ανοίγονται σαν νυχτολούλουδα, ξέρει να τραγουδάει με τη μυστική της φωνή τα τραγούδια του πάθους.
Περπατάμε μαζί μέχρι την ακροποταμιά. Οι σκιές μας καθρεφτίζονται στο ποτάμι. Βλέπω τα μάτια της κενά. Δυο μαύρα φίδια βγαίνουν απ’ τις κόγχες τους και ζητάνε εκδίκηση. Είναι η ώρα που θυμάται τις παλιές της αμαρτίες, κι ο δαίμονας της κάνει το χατίρι για λίγο και απαλύνει της ενοχές της με μια δόση κακίας.
Γυρνάμε αργά στο σπίτι αγκαλιασμένοι. Η νύχτα είναι γλυκιά, ανοιξιάτικη. Οι λεύκες θροΐζουν και η αγαπημένη μου ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο μου. Επιστρέφουμε στο δωμάτιο. Ανάβω το φως της λάμπας πετρελαίου και τι να δω; Είναι η ώρα του ακέφαλου μυστηρίου. Είναι η ώρα για να ξεκουραστεί η βασίλισσα της καρδιάς μου. Κόβει το κεφάλι μου με μια απλή κίνηση και το αποθέτει στο δρύινο ντουλάπι ευλαβικά.
Το κορμί μου ακέφαλο, παραμένει ακίνητο σαν άγαλμα.  Περιμένω να γυρίσει απ’ τον περίπατο της. Δεν ξέρω πόσα χρόνια στέκομαι εδώ ακίνητος. Τα μάτια μου πάντως συνήθισαν στο σκοτάδι. Ξεχωρίζω κάτι παλιά βιβλία στοιβαγμένα κάτω απ’ τα ρούχα. Θα θελα πολύ να τα διαβάσω, μα τα χέρια μου είναι μακριά. Παραμένουν ασάλευτα. Κλείνω τα μάτια, και την ονειρεύομαι. Ονειρεύομαι τη μέρα που θα επιστρέψει να σηκώσει το κεφάλι μου μες τα εξαίσια της χέρια και να με συναρμολογήσει. Τι περίεργο πράγμα να ακούω την καρδιά μου από τόση απόσταση και να την νιώθω να ματώνει στάλα στάλα. Λες να γύρισε;
-          Μπα, μπα. Πάλι ονειρεύεσαι συ; Έλα, το φαγητό είναι έτοιμο.
Τα ευλογημένα χέρια της σηκώνουν το κεφάλι μου και η βάση του λαιμού μου νιώθει ξανά το βάρος του κρανίου μου. Τεντώνομαι ευχαριστημένος.
-          Περίεργο πράγμα καλή μου. Νιώθω πιο ανάλαφρος, πολύ πιο ανάλαφρος τώρα.
Δε μίλησε. Προχώρησε αργά προς την κουζίνα και μ’ ένα νεύμα του δακτύλου της, με κάλεσε κοντά της.
Τα κεριά φώτιζαν το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, καθώς ο αέρας έξω όλο και δυνάμωνε, κάνοντας τα σκουριασμένα παράθυρα να συρίζουν σαν κραυγές πεινασμένου μωρού. Το τραπέζι είναι στρωμένο με σάρκες. Τα όρνια στήνουν γλέντι. Την βλέπω να τα κοιτάει και να χαίρεται καθώς το βλέμμα μου τρομαγμένο την παρακολουθεί να γευματίζει με την καρδιά μου.
-          Έζησες αρκετά για να με θαυμάζεις κάθαρμα, τώρα είναι η σειρά μου να γίνω και πάλι γυναίκα.

Έπεσα νεκρός με το κεφάλι στο τραπέζι. Τα κοράκια λεφούσι, έστηναν τσιμπούσι με τις σάρκες μου.
Είναι ωραίο να είσαι άυλος. Τότε μόνο κατάλαβα πόσο μ’ αγαπάει.

Από τότε, κάθε βράδυ καθόμαστε στην αυλή και κοιτάμε κατά τη λίμνη. Το φεγγάρι είναι πάντα ολόγιομο και πάντα μαγευτικό, καθρεφτισμένο μες τα ατάραχα νερά της. Κι αυτή μες το λευκό της φόρεμα, μια θεά που τρέφεται με το νέκταρ του έρωτα μου, να με κοιτάει με της πύρινες φλόγες των ματιών της.

-Η κόλαση φέρει το όνομα σου αγάπη μου! 

Είναι μια φράση που πάντα της έφερνε γέλιο, κι εγώ δε θέλω άλλο παρά να μου χαμογελά. Να έχω την ψευδαίσθηση πως το αίμα μου παγώνει. Το αίμα που δεν έχω πια. Μα έχω εκείνην, κι αυτό μου φτάνει, μάλλον...